- χαλκέμβολος
- χαλκ-έμβολος, ον,A with brazen beak, D.S.14.59, Plu.Cim.13, Trag.Adesp.142, Lyr. in PTeb.2 (a) ii 9; χαλκέμβολοι (abs.), as the name of a special kind of ship, Plu.Ant.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκέμβολος — ον, και ποιητ. τ. θηλ. χαλκεμβολάς, άδος, Α 1. (για πολεμικό άρμα και πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο (α. «χαλκέμβολοι ἀπῆναι», Δίον. Αλ. β. «μακρᾷ νηϊ και χαλκεμβόλῳ», Πλούτ. γ. «ναῶν χαλκεμβολάδων», Ευ ρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκέμβολος … Dictionary of Greek
χαλκέμβολον — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem acc sg χαλκέμβολος with brazen beak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεμβολάδων — χαλκέμβολος with brazen beak fem gen pl χαλκεμβολάς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεμβόλοις — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεμβόλους — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεμβόλων — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεμβόλῳ — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκέμβολοι — χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκεμβολάς — άδος, ἡ, Α βλ. χαλκέμβολος … Dictionary of Greek
χαλκεμβόλωι — χαλκεμβόλῳ , χαλκέμβολος with brazen beak masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)